Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗ

ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

 

Η δουλεία ως φαινόμενο χρονολογείται από της εμφανίσεως των πρώιμων κοινωνιών.

            Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αποτελεί φαινόμενο το οποίο ακολουθεί την ανθρώπινη εξέλιξη και οι μόνες διαφοροποιήσεις οι οποίες καταγράφονται στο πέρασμα του χρόνου αφορούν αποκλειστικά στις διαφορετικές μορφές επιβολής.

            Οι αλυσίδες αποτελούσαν κυρίαρχο μέσο από την εποχή των Φαραώ μέχρι την ήττα των Νοτίων στην Αμερική. Από τότε μέχρι το τέλος της βιομηχανικής εποχής χρησιμοποιούνται μέθοδοι λιγότερο βίαιοι και ταυτόχρονα περισσότερο αποτελεσματικοί και οικονομικά συμφέροντες.

            Οι αλυσίδες αντικαταστάθηκαν με έμμονες ιδέες και καταναγκασμούς σχετικούς με τα στοιχεία κοινωνικής αποδοχής και η επιθυμία απόκτησης αγαθών τα οποία θα επιβεβαίωναν την κοινωνική θέση οδήγησε στην εκούσια υποταγή, δηλαδή στην οικειοθελή υπεραπασχόληση η οποία αύξανε τα υπερκέρδη των κεφαλαιούχων.

            Αυτή η κατάσταση αύξησε την προσφορά εργατικών χεριών με αποτέλεσμα την διατήρηση χαμηλών αμοιβών, γεγονός ιδιαίτερα βολικό για την εργοδοσία.

            Κατά την βιομηχανική εποχή οι χαμηλές αμοιβές αποτελούσαν το βασικό ζητούμενο καθώς χωρίς εργάτες δεν υπήρχε παραγωγή. Ταυτόχρονα όμως οι τεράστιες οικονομικές διαφορές οι οποίες προέκυπταν μεταξύ εργατών και εργοδοτών στα στενά πλαίσια μιας δεδομένης κοινωνικής ομάδας αποτελούσαν πηγή αποσταθεροποιητικών τάσεων και αιτία αύξησης των διεκδικήσεων αλλά και της εγκληματικότητας. Έτσι η αναζήτηση φτηνών εργατικών χεριών «εκτός συνόρων» αποτέλεσε μια ιδιαίτερα βολική λύση και συνεπώς η διατήρηση του χαμηλού βιοτικού επιπέδου των χωρών αυτών αποτελούσε αυτονόητη επιδίωξη.

            Όταν έφτασε το τέλος της βιομηχανικής περιόδου το διαμορφωμένο περιβάλλον από αυτή την άποψη ήταν σαφές και εγκαθιδρυμένο με ιδιαίτερη προσοχή ώστε η αλλαγή του να καθίσταται δύσχερής.

            Όμως τα δεδομένα της μεταβιομηχανικής περιόδου δημιούργησαν μια νέα εντελώς διαφορετική κατάσταση. Η ρομποτική περιόρισε δραματικά το ρόλο και την αξία των φτηνών εργατικών χεριών και στη θέση τους απαιτούντο πλέον λίγοι υψηλά ειδικευμένοι τεχνίτες. Τώρα τα προϊόντα παράγονται από τις μηχανές με ελάχιστο κόστος και το ζητούμενο είναι ο καταναλωτής. Όμως καταναλωτής είναι ο εργαζόμενος και συνεπώς ο στόχος της αύξησης της κατανάλωσης εξυπηρετείται μόνο με την αύξηση της αγοραστικής ικανότητας του εργαζόμενου. Έτσι ο χαμηλά αμειβόμενος εργάτης ο οποίος ήταν το ζητούμενο στην βιομηχανική εποχή, έγινε τώρα πρόβλημα καθώς δεν διέθετε αγοραστική δύναμη.

            Είναι συνεπώς φανερό ότι υπάρχει ανάγκη αλλαγών. Αλλαγών τόσο στη δομή των «εκτός συνόρων» κοινωνιών, όσο και στο είδος των παραγόμενων προϊόντων, ώστε αυτά να είναι προσιτά σε ευρύτερες οικονομικά ομάδες. Τα ακριβά είδη δεν αποτελούν πλέον τον κύριο προσανατολισμό της βιομηχανίας η οποία στρέφεται σε φτηνά προϊόντα όπως τα τρόφιμα και η ένδυση.

            Το σύστημα καλείται να τροποποιήσει τα δεδομένα τα οποία με μεγάλη προσπάθεια και επί μακρόν οικοδομούσε.

            Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η εξαφάνιση των «φτωχών» κοινωνικών ομάδων και η αντικατάστασή τους από οικονομικά ισχυρότερες. Αυτό προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές δομές λειτουργίας αυτών των κοινωνιών, όπως θρησκευτικές πεποιθήσεις, παραδοσιακός τρόπος ζωής, έθιμα και συνήθειες. Ακόμη προϋποθέτει καταμερισμό του υπάρχοντος διαθέσιμου εισοδήματος σε όφελος αυτών των ομάδων. Ασφαλώς η ανακατανομή δεν αφορά τα διαθέσιμα των κεφαλαιούχων τα οποία όχι μόνο δεν θα μειωθούν αλλά αντίθετα θα αυξηθούν, αλλά τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων. Με αυτό τον τρόπο οι πάμπτωχες ομάδες θα αποκτήσουν την αγοραστική ικανότητα η οποία απαιτείται ώστε να διατεθούν τα φτηνά αναλώσιμα προϊόντα τα οποία παράγει η βιομηχανία τροφίμων και ένδυσης.

            Η ανυπαρξία μεσαίων στρωμάτων στις «φτωχές» κοινωνίες αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Τα διαθέσιμα δεν επαρκούν και η προσδοκώμενη αύξηση της αγοραστικής ικανότητας του συνόλου μιας πτωχής κοινωνίας ακόμη και με την πλέον ικανοποιητική αναδιανομή, δεν επαρκεί ώστε οι πτωχοί να αποκτήσουν την απαιτούμενη οικονομική δυνατότητα και να καταστούν έστω και «μικροί» καταναλωτές.

            Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, προωθούνται διάφορες λύσεις, άλλες ικανοποιητικά αποτελεσματικές και άλλες λιγότερο. Κάποιες σχετικά ανώδυνες και άλλες εξαιρετικά οδυνηρές.

            Η πρώτη επιλογή είναι η αναδιανομή του πλούτου να μην περιορίζεται στο εσωτερικό μιας πτωχής κοινωνίας, αλλά να πραγματοποιείται μεταξύ πτωχών και λιγότερο πτωχών κοινωνιών.

            Αυτή η επιλογή εξασφαλίζεται με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι ομαδικός, και πραγματοποιείται την οικονομική ενοποίηση κοινωνιών όπως έγινε με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και με την ανάπτυξη οικονομικών ζωνών, και ο δεύτερος είναι ατομικός και πραγματοποιείται με την διαδικασία της μετανάστευσης.

            Με την επιλογή της ενοποίησης, περιοχές με χαμηλά οικονομικά δεδομένα αυξάνουν την καταναλωτική τους δυνατότητα αποσπώντας μέρος από τα διαθέσιμα των πλουσιοτέρων χωρών οι οποίες συμμετέχουν. Ασφαλώς αυτό δεν γίνει εις βάρος των πλουσιοτέρων, οι οποίοι εισπράττουν τίμημα εξαιρετικά υψηλό με διάφορους τρόπους.

            Με την επιλογή της μετανάστευσης, άτομα με ιδιαίτερα χαμηλή καταναλωτική δυνατότητα μετακινούνται σε περιοχές όπου δύνανται να απολαύσουν σημαντικά καλύτερες αμοιβές από ότι στην πατρίδα τους. Βέβαια σε καμιά περίπτωση αυτές οι αμοιβές δεν είναι ικανοποιητικές για τα δεδομένα της χώρας όπου αυτοί εργάζονται.

            Ο σημαντικός ρόλος της μετανάστευση στην όλη διαδικασία εξηγεί την άνευ πολλών ελέγχων είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών σε ευρωπαϊκές χώρες, κατά προτίμηση οικονομικά περιθωριακές όπως η Ελλάδα.

            Οι οικονομικοί μετανάστες γίνονται θύματα διπλής εκμετάλλευσης. Πρώτα των εργοδοτών τους και ύστερα του τρόπου ζωής και των καταναλωτικών συνηθειών της χώρας όπου μεταναστεύουν. Το μεγαλύτερο μέρος του ήδη περιορισμένου λόγω χαμηλών αμοιβών εισοδήματός τους, καταλήγει στα ταμεία των υπέρ-εταιρειών ένδυσης, υπόδησης και τροφίμων.

            Ταυτόχρονα η χώρα υποδοχής αντιμετωπίζει προβλήματα αύξησης της ανεργίας  και της εγκληματικότητας. Προβλήματα σχετικά μεταξύ τους καθώς η ανέχεια των μεταναστών οι οποίοι εργάζονται περιστασιακά και με μικρές αμοιβές, οδηγεί σε μικρά ή μεγαλύτερα εγκλήματα.

            Η δεύτερη επιλογή είναι η δραστική μεταβολή των δεδομένων στο εσωτερικό μιας χώρας, μεταβολή η οποία θα επιφέρει ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, τα έθιμα και τις συνήθειες. Ακραία εφαρμογή αυτής της επιλογής είναι η μείωση του πληθυσμού, ώστε το εισόδημα να κατανέμεται σε ολιγότερους.

            Φαινόμενα τέτοιων μεταβολών παρατηρούνται σήμερα στην Κίνα, την Ινδία και το Πακιστάν, ενώ οι ακραίες επιλογές παρατηρούνται σε περιοχές όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν και σε ορισμένες Αφρικανικές χώρες όπως η Αιθιοπία και η Σομαλία.

            Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση των προαναφερομένων παίζουν τα ΜΜΕ μέσω των οποίων διαχέεται και επιβάλλεται το επιθυμητό μοντέλο. Χωρίς αυτή την διαδικασία η εφαρμογή οποιασδήποτε επιλογής είναι επισφαλής ή τουλάχιστον εξαιρετικά χρονοβόρα. Ο έλεγχος των ΜΜΕ αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των μεταβολών.

            Αξιοσημείωτο είναι ότι η παραδοσιακή βαριά βιομηχανία έχει χάσει τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατείχε μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα και τη θέση της έχει καταλάβει η βιομηχανία αναλώσιμων προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, δηλαδή εκείνη των τροφίμων και της ένδυσης.

            Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι οι ενδυματολογικές προτάσεις είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες της περασμένης πεντηκονταετίας. Τα σημερινά ρούχα είναι κατασκευασμένα από φτηνά υλικά, είναι οπωσδήποτε pret-a-porte και ως σημαντικότερο στοιχείο του έχουν την φίρμα της κατασκευάστριας εταιρείας. Το καλό ύφασμα και ο ικανός ράφτης ανήκουν στο παρελθόν. Τα ενδυματολογικά στοιχεία τα οποία προσδιόριζαν την προέλευση και τον τρόπο ζωής, εξαφανίστηκαν.

            Τα ίδια συμβαίνουν και στο χώρο των τροφίμων. Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και η επιβολή μιας νέας διατροφικής συμπεριφοράς προβάλλεται με ποικίλους τρόπους και έχει ήδη επιβληθεί στις νεώτερες γενιές. Το «γρήγορο φαγητό», τα προπαρασκευασμένα φαγητά και συμπληρώματα κυριαρχούν σε βάρος των παραδοσιακών.

            Η δουλεία στην μεταβιομηχανική εποχή έχει λάβει μια εντελώς νέα μορφή. Δεν αφορά στην υποχρεωτική υπό-αμειβόμενη ή άνευ αμοιβής εργασία, αλλά αφορά στην μεθοδική απομύζηση του εισοδήματος. Το ενδιαφέρον δεν αφορά πλέον στα φτηνά ημερομίσθια αλλά εστιάζεται στην καταναλωτική δυνατότητα του μέσου πολίτη. Ο φτηνός εργάτης ο οποίος τον περασμένο αιώνα ήταν χρήσιμο εργαλείο, σήμερα είναι πρόβλημα. Το ζητούμενο σήμερα είναι ο εργάτης με την ιδιότητα του καταναλωτή. Οι παντελώς ανεκπαίδευτοι οι οποίοι δεν δύνανται να συμμετάσχουν στην τεχνολογική εξέλιξη και επομένως θα παραμείνουν πένητες, δηλαδή δεν θα καταστούν καταναλωτές, είναι εντελώς άχρηστοι. Η προτιμητέα λύση είναι να εξαφανιστούν. Οι επιμένοντες παραδοσιακά, είτε λόγω θρησκευτικής πίστης, είτε λόγω παραδόσεων κλειστών κοινωνιών, επίσης είναι εντελώς άχρηστοι.  Η χρήση βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου εναντίον των αποτελεί μια άριστη επιλογή.