Πέντε μήνες με τη Ρόζα

 

Δημοσιεύτηκε στο www.pets.gr Wednesday, 30 January 2002

 

Ήταν ένα βραδάκι αρχές Σεπτέμβρη, εκεί κατά τις 9, όταν σταμάτησα στο φούρνο στις αρχές της Λεωφόρου Βάρης-Κορωπίου, λίγο μετά την Σχολή Ευελπίδων για να πάρω ψωμί.  Μπήκα στο φούρνο, ψώνισα, και βγαίνοντας αντίκρισα μια θρασύτατη σκυλίτσα να με πλησιάζει και να δείχνει απροκάλυπτα το ενδιαφέρον της για τη σακούλα με τα ψώνια μου.

Την καλησπέρισα, όπως κάνω με όλα τα σκυλιά που συναντώ και τη φίλεψα με ένα καλό κομμάτι τυρόπιτας.
Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου μου και μπήκα μέσα, όμως δεν ήταν δυνατόν να την κλείσω καθώς αυτή η τολμηρή νεαρή κυρία είχε ήδη ανεβάσει το αριστερό της πόδι πάνω στο κάθισμά μου και με κοίταζε στα μάτια αποφασισμένη να μη με αφήσει να φύγω έτσι εύκολα. Δεν σχεδίαζα να αποκτήσω σκύλο, ιδιαίτερα μετά την απώλεια του Τσάρλυ.

Τα τελευταία χρόνια κατοικούσα σε διαμέρισμα και μάλιστα μόνος. Η δουλειά με κρατούσε πολλές ώρες και συχνά ολόκληρα εικοσιτετράωρα μακριά από το σπίτι. Έτσι η συμβίωση με ένα ζώο θα ήταν εξαιρετικά προβληματική και για τους δύο, γι’ αυτό περιοριζόμουν σε «εφήμερες» σχέσεις με όλα τα σκυλιά του «δρόμου». Μόλις τους τελευταίους δυο μήνες είχα μετακομίσει σε μια μονοκατοικία με ένα μικρό κήπο. Αυτή η μονοκατοικία είχε ένα ελάττωμα. Είχε μια καγκελόπορτα που δεν έκλεινε καλά και τα κενά ανάμεσα στα κάγκελα ήταν μεγάλα, με άλλα λόγια δεν εξασφάλιζε την «αρμονική» ζωή ενός ζώου με τους γείτονες.

Παρ’ όλα αυτά, ομολογώ ότι η επιμονή της νεαρής κυρίας αλλά και η σκέψη ότι οι πιθανότητες επιβίωσής της στις παρυφές της Λεωφόρου Βάρης-Κορωπίου ήταν μηδαμινές με ανάγκασαν να σκεφτώ σοβαρά την περίπτωση της συμβίωσης μαζί της.

Βλέπετε περνούσα καθημερινά από την «καρμανιόλα» Βάρης-Κορωπίου και ήξερα καλά πόσο σπάνιο ήταν να μην συναντήσω τουλάχιστον ένα σκοτωμένο ζώο στο δρόμο μου κάθε μέρα. Βγήκα λοιπόν από το αυτοκίνητο και ρώτησα το φούρναρη και δυο ακόμη ανθρώπους που βρισκόντουσαν εκεί δίπλα, τίνος είναι το σκυλί και ποιος το ταΐζει.

Μου απάντησαν ότι δεν το φροντίζει κανείς και ότι τρώει ότι βρει γύρω από το φούρνο και από το σουβλατζίδικο, το οποίο βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Στην απέναντι πλευρά! Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της σκυλίτσας σκοτωμένης και πεταμένης στην άκρη του δρόμου, μια εικόνα που ήταν εξαιρετικά πιθανό να αντίκριζα ακόμη και ύστερα από λίγες ώρες, ακόμη και το επόμενο πρωινό.

Κάπως έτσι πήρα την απόφαση. Άνοιξα την πόρτα μπήκα στο αυτοκίνητο και της έκανα νόημα να μπει. Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό, μπήκε και σε λίγο φτάσαμε στο σπίτι. «Βολευτήκαμε» σχετικά γρήγορα, καθώς η Ρόζα, έτσι την «βάφτισα» αποδείχθηκε εξαιρετικά έξυπνη και φιλότιμη. Εγώ πήγαινα στη δουλειά, εκείνη έκανε τις βόλτες της στη γειτονιά και όλα όμορφα κι ωραία. Το απόγευμα παίζαμε στο κήπο, χαλάγαμε και λίγο τα λουλούδια αλλά δεν ήταν και πολύ σπουδαίο.

Λένε πως δεν μπορείς να γνωρίζεις ένα ζώο όταν το έχεις δεμένο ή περιορισμένο σε κλειστό χώρο. Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να έχεις ένα ζώο ελεύθερο όταν ζεις στην πόλη, όμως αν τύχει να ζεις σε μέρος όπου μπορείς να το αφήσεις, τότε μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα για τον τρόπο που τα ζώα ζουν και συνυπάρχουν και σίγουρα καταλαβαίνεις πόσο σημαντικά πλάσματα είναι και πόσες ευαισθησίες έχουν.

Η Ρόζα ήθελε να κερδίζει το φαγητό της. Κάθε μέρα ακολουθούσε το αυτοκίνητο στην προσπάθειά της να έρθει μαζί «στο κυνήγι» για την εξασφάλιση της τροφής. Πραγματικά έπρεπε να σκαρφίζομαι διάφορα κόλπα για της ξεφύγω και να μη με ακολουθήσει μέχρι τη Λεωφόρο.

Όμως δεν σταματούσε σ’ αυτό. Το σπίτι μας ήταν το τελευταίο και αμέσως μετά ήταν το βουνό, έτσι πήγαινε για κυνήγι μόνη της. Στην αρχή έφερνε δεκοχτούρες και τις άφηνε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Μάλιστα μόλις άνοιγα την πόρτα ερχόταν τρέχοντας και στεκόταν μπροστά στο «θήραμα» προσπαθώντας μου δείξει το «κατόρθωμά της» και να δει τις αντιδράσεις μου.

Όταν διαπίστωσε ότι παρά τις επιδοκιμασίες μου, δεν έτρωγα τα πουλιά που έφερνε, άλλαξε το σενάριο και άρχισε να μου φέρνει κόκαλα. Δεν απογοητεύτηκε ούτε όταν είδε ότι δεν έτρωγα ούτε τα κόκαλα. Παρατηρώντας ότι εγώ έφερνα στο σπίτι νάιλον σακούλες από το μπακάλικο, άρχισε να φέρνει κι εκείνη νάιλον σακούλες, όχι βέβαια από τον μπακάλη αλλά από όπου τις έβρισκε, δηλαδή από τα σκουπίδια. Προσπαθούσα να της δώσω να καταλάβει ότι δεν πρέπει να φέρνει σκουπίδια στο σπίτι και σίγουρα η καημένη θα βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση.

Τότε ακριβώς έκανε μια εξαιρετικά προωθημένη κίνηση που φανέρωσε την ευφυΐα της , άρχισε να φέρνει ότι έβρισκε, όσο κι αν αυτά που έφερνε δεν αποτελούσαν τροφή, σαν να μου έλεγε: -Πολύ μυστήριος είσαι βρε παιδάκι μου, επιτέλους θα σου κουβαλάω ότι βρίσκω μέχρι να βρω τι θέλεις.

Στη γειτονιά υπήρχε ένας «δυστυχής» γείτονας ο οποίος είχε μια μεγάλη αποθήκη μέσα στο γκαράζ του και καθημερινά άνοιγε την πόρτα για να κάνει τις δουλειές του. Αυτός ήταν ο στόχος της Ρόζας. Κάθε μέρα του «άρπαζε» κάτι. Κι εγώ κάθε τρεις-τέσσερις μέρες μάζευα την «πραμάτεια» και την επέστρεφα στον άνθρωπο. Παντόφλες, παπούτσια, γάντια, ομπρέλες, πετσέτες, κάλτσες, ρούχα, σκούφους, πλαστικές λεκάνες, τι να σας πω, νοικοκυριό ολόκληρο έφτιαχνες με τα «κλοπιμαία».

Είχε κι ένα πρόβατο δεμένο σε απροστάτευτο χώρο εκεί δίπλα, ο ίδιος ο καθημερινά «ληστευόμενος» γείτονας, που καθόλου δεν τα «βρήκε» με τη Ρόζα, και έτσι άρχισαν τα παράπονα. Αποφάσισα  λοιπόν να της βάλω αλυσίδα τις ώρες που έλειπα, αλλά δεν βαριέστε, έβρισκε τρόπο να την βγάζει και να κάνει τις «σκανταλιές» της.

Πριν φύγει ο Σεπτέμβρης η Ρόζα έφτασε σε ηλικία «γάμου», και η γειτονιά γέμισε «γαμπρούς». Κυριολεκτικά δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα για να την αποτρέψω, αν και μεταξύ μας, εκείνη περνούσε τόσο καλά που ίσως και να μην ήθελα να της χαλάσω το «πάρτι». Καθόμουν λοιπόν και παρακολουθούσα.

Είχαμε τέσσερις «γαμπρούς», διαφορετικοί τύποι, ο καθένας με το στυλ του. Ο πρώτος, ο πολύ «κολλητός», της έμοιαζε και μάλλον έφερνε προς Retriever, χωρίς να βάζω και στοίχημα γι’ αυτό. Πάντως ήταν ίδιος η Ρόζα στο αρσενικό και όταν ερχόταν εκείνη τον ακολουθούσε και χανόντουσαν στα πέριξ.

Ο δεύτερος ήταν ένας μεγαλόσωμος γερμανικός λύκος, εξαιρετικά απαιτητικός, ο μόνος που δεν χωρούσε να περάσει ανάμεσα από τα κάγκελα της αυλόπορτας. Αυτός λοιπόν κατόρθωνε να ανοίγει τη βαριά αυλόπορτα σπρώχνοντας με το πόδι του, αν μάλιστα κατάφερνα να κρατήσω την πόρτα κλειστή, ήταν ικανός να καθίσει απ’ έξω ολόκληρα εικοσιτετράωρα μέχρι να καταφέρει να μπει μέσα.

Ο τρίτος ήταν ένας λύκος-κόλεϋ. Αυτός ήταν ο σοφιστικέ της παρέας. Μπορούσε να καθίσει δίπλα της κάτω από την ελιά επί ώρες αγναντεύοντας τον ορίζοντα, ήταν ο τύπος που ήξερε να κάνει παρέα.

Ο τέταρτος και τελευταίος, ήταν ένας πολύ μικρούλης, μόλις τεσσάρων μηνών ολόασπρος Χάσκι που έμενε στην διπλανή αυλή και που γάβγιζε όλη μέρα την αλυσίδα του, την γάβγιζε τόσο πολύ που στο τέλος ή η αλυσίδα λυνόταν μόνη της ή το αφεντικό του αποφάσιζε να τον λύσει για λίγο. Τότε ακριβώς ερχόταν φουριόζος και ακράτητος. Αυτοί ήταν οι «γαμπροί» και αργότερα «μπαμπάδες» των παιδιών μας.

Ο Οκτώβριος κύλησε σχετικά ήρεμα, μέχρι τις ημέρες των μεγάλων βροχών, τότε άρχισαν τα προβλήματα. Το σπίτι αποδείχθηκε εξαιρετικά προβληματικό και η ανάγκη μετακίνησης έγινε επιτακτική. Τώρα που να βρεις καινούργιο σπίτι στην καρδιά του χειμώνα και πόσα περιθώρια επιλογών μπορεί να έχεις, είναι άλλο ζήτημα.
Τέλος πάντων βρέθηκε ένα σπίτι, διαμέρισμα σε τριπλοκατοικία, αλλά οι συνοικούντες των άλλων διαμερισμάτων είχαν πρόβλημα με τα ζώα. Ευτυχώς ακριβώς δίπλα υπήρχε ένας μεγάλος περιφραγμένος χώρος όπου συμφωνήθηκε ότι θα μπορούσε να μπει το σπιτάκι της Ρόζας και έτσι κλείστηκε η συμφωνία.
Αρχές Δεκέμβρη, με εμφανή πλέον τα σημάδια της εγκυμοσύνης μετακομίσαμε.

Τις πρώτες βδομάδες πηγαίναμε καλά, τόσο που είχα φανταστεί ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί και σκεπτόμουν μόνο την ώρα του τοκετού και τα προβλήματά της. Όμως στις 30 Δεκεμβρίου είχα μια δυσάρεστη έκπληξη. Όταν το μεσημέρι κατέβηκα να την ταΐσω διαπίστωσα με έκπληξη ότι φοβόταν να πλησιάσει το πιάτο της. Επέμεινα και τελικά ήρθε και άρχισε να τρώει, απομακρύνθηκα και τότε ένα από τα παιδιά της γειτονιάς που βρισκόταν εκεί γύρω κινήθηκε προς το μέρος της. Τότε η Ρόζα έβαλε την ουρά στα σκέλια, άφησε το φαγητό της και έφυγε τρέχοντας μακριά. Ήταν παραπάνω από σίγουρο ότι αυτό το παιδί την είχε χτυπήσει πολύ άσχημα.

Θύμωσα πάρα πολύ και πραγματικά ήθελα να το αρπάξω και να του δώσω τόσο ξύλο που να μην το ξεχάσει για όλη του τη ζωή. Όμως ξέροντας πως κάτι τέτοιο δεν θα ωφελούσε καθώς ο άνθρωπος δεν μαθαίνει με αυτό τον τρόπο, συγκρατήθηκα, πήρα τη Ρόζα και την ανέβασα στο μπαλκόνι αδιαφορώντας για τις όποιες ενστάσεις των υπολοίπων. Το ίδιο βράδυ γέννησε. Στις 04.00 το πρωί άκουσα κάτι σαν νιαούρισμα και βγήκα στο μπαλκόνι, τότε πρωτοείδα τα εννέα νεογέννητα. Το επόμενο πρωί, πήγα στο ξυλουργείο και πήρα ξύλα. Έφτιαξα ένα καινούργιο, ευρύχωρο σπιτάκι και ένα γερό προστατευτικό φράχτη για την είσοδο καθώς ο χιονιάς ερχόταν.

Έτσι η οικογένεια στεγάστηκε ικανοποιητικά. Τα μικρά τις πρώτες μέρες θήλαζαν και έπαιρναν «συμπλήρωμα» με «μπιμπερό». Δύσκολη υπόθεση όταν είναι εννέα. Πρέπει να τα βάζεις στη σειρά για να ξέρεις ποιο έφαγε και να μην ταΐζεις το ίδιο δυο φορές. Όσο για τη Ρόζα δεν ήθελε καθόλου να τα πιάνω και όλο τα ανακάτευε.

Το μπαλκόνι μας «έπιασε» 40 πόντους χιόνι. Περάσαμε δύσκολες ημέρες. Δεν βαριέστε, χιονιάς ήταν και πέρασε. Τώρα ξαναμπήκαμε στους συνηθισμένους ρυθμούς.
Χάσαμε μόνο ένα σκυλάκι. Τολμώ να πω ευτυχώς, καθώς οι συνθήκες ήταν πραγματικά ιδιαίτερα δύσκολες.
Τα οκτώ και η ταλαίπωρη Ρόζα θα συνυπάρχουν ακόμη στο μπαλκόνι για δυο βδομάδες, μέχρι δηλαδή να τελειώσει η περίοδος του θηλασμού.

Ύστερα θα χωρίσουμε, τα σκυλάκια θα πάνε σε άλλα σπίτια. Έτσι πρέπει να γίνει. Ένα μπαλκόνι δεν μπορεί να χωρέσει τόσα σκυλάκια, άλλωστε υπάρχουν τόσα παιδιά, μικρά και μεγάλα, που δεν έχουν σκυλάκι και πρέπει να αποκτήσουν. Και πριν πούμε το ...και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα, μη νομίσετε ότι η ιστορία της Ρόζας είναι μοναδική. Είναι βέβαιο ότι χιλιάδες Ρόζες «γράφουν» γύρω μας παρόμοιες ιστορίες, μόνο που εμείς δεν τις μαθαίνουμε.

Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα…ή αν προτιμάτε, όπως λέει και η Ρόζα, γαβ, γαβ, γααβ.