Ο καιρός είχε φρεσκάρει για τα καλά. Τόση μανία δεν είχα ξαναδεί. Φυσούσε από όλες τις μεριές και η θάλασσα άγριο θηρίο ορμούσε στην κουβέρτα σαρώνοντας το κάθε τι.

Δεμένος με ένα χοντρό παλαμάρι στη γέφυρα πάλευα με το τιμόνι και σκεφτόμουν τι θα έγραφα στο ημερολόγιο. Σκεφτόμουν, για να αποσπώ τη προσοχή μου από το χαλασμό που γινόταν γύρο μου. Για να μη πανικοβληθώ και χάσω τον έλεγχο.  Άρχισα να σκέφτομαι τι θα έγραφα αύριο στο ημερολόγιο καταστρώματος.

«Σωτήριο έτος 1591 ημέρα τελευταία. Αν είμαστε τυχεροί αύριο θα καλωσορίσουμε το νέο έτος. Είμαστε σε θύελλα, η δύναμη του άνεμου είναι απερίγραπτη. Η χειρότερη θάλασσα που συναντήσαμε μέχρι σήμερα. Αντιμετωπίζουμε κύματα 15 μέτρων. Οι ζημίες είναι μεγάλες. Έχουμε χάσει προσανατολισμό και θα πρέπει να έχουμε συρθεί από το καιρό τουλάχιστο 20 με 30 μιλιά νότια από την πορεία μας. Αν αντέξουμε ως το πρωί θα. .»

Ένα τεράστιο κύμα χτύπησε στη δεξιά μάσκα, το πλωριό άλμπουρο έτριξε αγρία και την επόμενη στιγμή με ένα δυνατό κρότο κόπηκε στα δυο σαν κλαράκι και σωριάστηκε τσακίζοντας την κουπαστή. Το σκάφος έγειρε άσχημα. Έφερα το τιμόνι αριστερά για να πρυμίσω στο καιρό. Δύσκολα κανείς κουμάντο με τέτοιο χαλασμό.

Κανείς δεν ήταν στην κουβέρτα. Κοιτούσα το πεσμένο άλμπουρο να κοπανιέται και να προδικάζει το τέλος μας. Έσφιξα τα δόντια και καθώς οι κυματιές χτυπούσαν τώρα από την πρύμη έπιασα να σιγοψιθυρίζω κάτι σαν τραγούδι χωρίς λόγια, κάτι σαν τα ανέμελα μουρμουρητά των στιγμών της αμηχανίας. Το μουρμουρητό μου έδινε δύναμη. Ο ουρανός ήταν πια εντελώς σκοτεινός. Το μόνο φωτεινό τριγύρω ήταν οι κορφές των κυμάτων. Άραγε θα ξαναξημέρωνε για μας; Εμάς ; Ποιος ξέρει άραγε τι γινότανε κάτω. Πόσοι ανέπνεαν ακόμη.

Μετρούσα το χρόνο με τα κύματα. Ένα κάθε 6 δευτερόλεπτα. Τα ξάρτια που βαστούσαν το σπασμένο άλμπουρο κόπηκαν το ένα μετά το άλλο και το άλμπουρο χάθηκε στη θάλασσα. Το σκαρί ήρθε πάλι λίγο στα ίσια του. Κάτι ήταν κι’ αυτό. Τώρα πόση σημασία είχε μέσα σε τούτο το κακό, δε βαριέσαι,  τουλάχιστο ήτανε κάτι καλό, το μόνο από την ώρα που πέσαμε στο μπουρίνι. Είχα αρχίσει να κρυώνω άσχημα και τα χέρια μου δεν βάσταγαν καλά. Είχα φέρει το σκάφος δευτερόπρυμα και ένοιωθα τον άνεμο στο δεξί μου αυτί. Αυτή η θύελλα δεν έλεγε να πέσει. Στο φως από τις αστραπές έβλεπα το καμαρωτό μου μπρίκι να γίνεται σιγά-σιγά σανίδια για τη σόμπα και γύρο μαύρο και πράσινο με άσπρο αφρό αγριεμένο, έτοιμο να μας καταπιεί.

Αρνιόμουν να σκεφτώ πως ίσως όλα τελειώσουν εδώ.

Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να συγκεντρωθώ.

Ένα μεγάλο κύμα όρμησε στην κουβέρτα. Ένοιωσα τη πρύμη να ανασηκώνεται απότομα και αμέσως μετά το νερό με άρπαξε και με πέταξε με δύναμη μπροστά από τη ρόδα. Ένοιωσα να χτυπώ δυνατά το κεφάλι μου και να βυθίζομαι σε ένα σκοτάδι. Σκέφτηκα καθώς έχανα τις αισθήσεις μου, "Όχι, δεν τελείωσαν όλα, ακόμη".

         

Άνοιξα τα μάτια και ένοιωσα να κολυμπώ στον ιδρώτα. Βρισκόμουν ξαπλωμένος σε μια καμπίνα και έκανε πολύ ζεστή.

Άφησα το βλέμμα να πλανηθεί τριγύρω. Υπήρχε πολύ φως, κι όλα ήταν στεγνά και τακτοποιημένα γύρω. Προσπάθησα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου.

Στον τοίχο απέναντι μου κρεμόταν ένα ημερολόγιο, 1η Ιανουαρίου 1992.

Ανασηκώθηκα. Βρισκόμουν σε ένα ξύλινο ιστιοπλοϊκό αραγμένο σε ένα απάγκιο όρμο. Αναστέναξα με ανακούφιση, ήταν μόνο ένα όνειρο. Ένας εφιάλτης.

Βγήκα στη κουβέρτα και προσπάθησα να θυμηθώ που ήμουν.

Ήταν δύσκολο, δεν θυμόμουν τίποτα. Συμπέρανα πως έπρεπε να βρίσκομαι κάπου στο Νότιο ημισφαίριο καθώς ήταν καλοκαίρι. Το σημείο δεν μου θύμιζε και πολλά πράγματα. Σε λίγο διαπίστωσα πως δεν ήμουν μόνος στο σκάφος. Στην πλώρη ήταν ξαπλωμένη και λιαζότανε η Κλωντίν,  το μυαλό μου ανασυγκροτήθηκε αμέσως.

Βρισκόμουν στην Σαν Ντομίνγκο εδώ και 11 μέρες, είχαμε ξεκινήσει ένα ταξίδι στο όπου μας βγάλει πριν 4 μήνες.

-Ξυπνητούρια, ξενυχτισμένε καπτεν, ακούστηκε η φωνή της Κλωντίν, πως είναι το κεφάλι σου;

-Καλά, της απάντησα, γιατί, τι έγινε;

-Με τόσο πιοτό που ήπιες χτες καλέ μου, είπε, νόμιζα πως σήμερα δεν θα έβρισκες το κεφάλι σου στη θέση του.

Σήκωσα μηχανικά το χέρι μου και το έβαλα μέσα στα μαλλιά μου. Αισθάνθηκα να πιάνω ένα μεγάλο καρούμπαλο που πονούσε.

-Ωχ, έκανα ασυναίσθητα.

-Τι έπαθες; με ρώτησε εκείνη.

-Που κουτούλησα και έσπασα το κεφάλι μου χτες;

-Δεν κουτούλησες πουθενά, ήρθε η κατηγορηματική απάντηση.

Ξαναθυμήθηκα το όνειρο, το χτύπημα στο κεφάλι ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν. Έδιωξα τη σκέψη χαμογελώντας, αν είναι δυνατόν τώρα να χτύπησα στη φουρτούνα.  Περπάτησα προς την πλώρη. Η θάλασσα ήταν λαδί. Έσκυψα και κοίταξα το βυθό. Διέκρινα κάτι σαν ναυάγιο ακριβώς από κάτω μας.

Ένοιωσα μια ανατριχίλα, ένα εξαιρετικά παράξενο συναίσθημα. Φόρεσα τη μάσκα και βούτηξα. Στα 14 μέτρα βρισκόταν ένα μπρίκι, ένα σκάφος άλλης εποχής ίδιο με εκείνο που είχα δει στο όνειρό μου. Το μπρίκι του ονείρου  μου ήταν εκεί!

Έμοιαζε να είχε ακουμπήσει στο βυθό και παρά τον χρόνο που είχε περάσει ήταν πολύ καλά διατηρημένο.

Το κοίταζα με δέος. Το πλωριό άλμπουρο έλειπε και η κουπαστή στα δεξιά ήταν σπασμένη.

Σαν να μου φάνηκε πως ήταν και ένα χοντρό παλαμάρι δεμένο δίπλα στο τιμόνι.