-Τι βλέπει και γελάει πάλι ο τρελός, είπε εκνευρισμένος ο κυρ Γιάννης ο σουβλατζής  στη γυναίκα του.

-Τι γυρεύεις μωρέ, του απάντησε εκείνη πλένοντας τις τελευταίες ντομάτες, τρελός είναι, γελάει.

-Πολύ μου τι σπάει, συνέχισε ο κυρ Γιάννης. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το χαβά του. Λες και δεν καταλαβαίνει.

-Τι να καταλάβει, επέμεινε η γυναίκα του, δεν τον βλέπεις. Ούτε να φάει έχει, ούτε ένα ρούχο να βάλει επάνω του. Αχ, αναστέναξε, χεσμένα τα έχει όλα. Ούτε εφορία ξέρει, ούτε ακρίβεια, ούτε τίποτα. Γιατί να μη γελάει;

-Ναι μωρέ, είπε ενοχλημένα ο κυρ Γιάννης, σιγά μη μου τον βγάλεις και σοφό. Μα είναι πράγματα αυτά, έτσι θα πάμε μπροστά; Αν δηλαδή την κάναμε όλοι έτσι στα ξεκούδουνα τι θα γινότανε;

-Έλα ντε, ρώτησε με νόημα η γυναίκα του. Τι θα γινότανε; Κι έπιασε το μαχαίρι για να κόψει τις ντομάτες.

Ο γέροντας καθόταν στο πεζουλάκι στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοιτούσε αδιάφορα τους περαστικούς γελώντας.

Δεν μιλούσε, μόνο γελούσε.

Δεν ζητούσε τίποτα κι αν κάποιος επιχειρούσε να του δώσει ελεημοσύνη, τον απέτρεπε με ένα κούνημα του κεφαλιού και του γελούσε πιο πλατιά.

Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν και πως ζούσε.

Ακουγόντουσαν διάφορα, πως κάποτε ήταν καλά και δούλευε σε καλή δουλειά. Άλλοι λέγανε πως είχε χρήματα και καλό σπίτι. Άλλοι πως τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και τρελάθηκε.

Εμφανιζόταν συχνά στη γειτονιά και καθόταν σε κάποιο πεζουλάκι χωρίς να μιλάει και χωρίς να ζητάει.

Ύστερα έφευγε και χανόταν. Κανείς δεν ήξερε που έμενε ή αν είχε σπίτι.

Ο κυρ Γιάννης, όταν τον είχε δει για πρώτη φορά, τον είχε λυπηθεί και του είχε προσφέρει ένα σουβλάκι. Ο τρελόγερος όμως δεν το είχε δεχτεί. Τον είχε ευχαριστήσει και του είχε πει πως δεν έτρωγε κρέας. Ο κυρ Γιάννης είχε κάνει το σταυρό του, ακούς εκεί να μην τρώει κρέας !

Τώρα αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η ηρεμία και το μόνιμο χαμόγελο του τρελού. Εκνευριζόταν. Ο ίδιος δούλευε από παιδί και είχε και τις πολιτικές του ανησυχίες. Ονειρευόταν να αλλάξει τον κόσμο. Να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Γι' αυτό του την έσπαγε ο τρελός.

-Αν καθόμαστε όλοι στη γωνία και δεν κάναμε τίποτα, έλεγε, πως θ’ αλλάξει ο κόσμος;

Συνέχιζε να διπλώνει σουβλάκια. Σχεδόν χωρίς να το θέλει σήκωνε που και που το κεφάλι του και το βλέμμα του έπεφτε στον τρελόγερο. Εκείνος ήταν πάντα εκεί, πάντα με το ίδιο χαμόγελο. Ήρεμος και ξέγνοιαστος.

Κάποια στιγμή ο κυρ Γιάννης φούντωσε, δεν κρατήθηκε, άφησε τα σουβλάκια και βγήκε έξω.

-Ωχ, Παναγία μου, ψιθύρισε τρομαγμένη η γυναίκα του, θα τον βαρέσει.

Όμως ο κυρ Γιάννης δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Ήθελε να μάθει εκείνο που δεν καταλάβαινε και πήγαινε να ρωτήσει.

Έφτασε δίπλα στο τρελόγερο, κάθισε δίπλα του στο πεζουλάκι και τον ρώτησε.

-Για πες μου ρε παππού. Πως την έχεις δει και γελάς όλη μέρα; Δεν υπάρχει τίποτα να σε στεναχωρεί, να σε προβληματίζει;

Ο τρελόγερος τον κοίταξε με συμπάθεια και χωρίς να σταματήσει να χαμογελά του απάντησε:

-Όχι παλικάρι μου, η στεναχώρια είναι κακό πράγμα. Γιατί να την αφήσω να μου χαλάσει τη μέρα μου;

-Καλά και πως τι βγάζεις, ξαναρώτησε ο κυρ Γιάννης, που μένεις, τι τρως;

-Δεν μου λείπει τίποτα, απάντησε ο τρελόγερος, έχω όσα μου χρειάζονται. Ε, δεν χρειάζομαι και πολλά στην ηλικία μου, συνέχισε.

Ο κυρ Γιάννης αποφάσισε να τον πειράξει.

-Δεν μου λες, τον ρώτησε πονηρά. Δεν θα ήθελες να έχεις ένα ωραίο σπίτι, ένα αυτοκίνητο, καμιά νόστιμη μικρούλα; Τίποτα;

Ο τρελόγερος συνέχισε να χαμογελάει.

-Για να τα αποκτήσω αυτά θα πρέπει να ξοδέψω πολύ χρόνο και ο χρόνος μου είναι πολύτιμος, του απάντησε.

-Και τι τον κάνεις το χρόνο σου, ξαναρώτησε ο κυρ Γιάννης.

-Τον αφήνω να περνά, απάντησε ο τρελόγερος.

-Έτσι; ξαναρώτησε ο κυρ Γιάννης.

-Έτσι!, απάντησε ο τρελόγερος.

-Τι διάολο, μονολόγησε φεύγοντας ο κυρ Γιάννης, εσύ είσαι λογικός και εγώ σε είχε για θεότρελο. Τουλάχιστον θα μπορούσες να κάνεις κάτι χρήσιμο, να κάνεις κάτι για ν’ αλλάξει ο κόσμος.

-Ο κόσμος αλλάζει με τους δικούς του ρυθμούς, απάντησε ο τρελόγερος όμως ο κυρ Γιάννης είχε απομακρυνθεί και δεν έδωσε σημασία στην απάντηση. Γύρισε στο πάγκο του και άκουσε τη γκρίνια της γυναίκας του για τις παραγγελίες που είχαν μαζευτεί στο μεταξύ.

-Καλά είσαι με τα καλά σου; Αφήνεις τη δουλειά και πιάνεις κουβέντα με τον τρελό, του είπε και συνέχισε. Τι του έλεγες;

-Τι να του πω, απάντησε ο κυρ Γιάννης. Μήπως καταλαβαίνει;

Σήκωσε το βλέμμα αναζητώντας τον τρελόγερο όμως εκείνος είχε φύγει.

«Ο κόσμος αλλάζει με τους δικούς του ρυθμούς» σκέφτηκε ο κυρ Γιάννης βάζοντας τζατζίκι στο σουβλάκι που μόλις είχε διπλώσει.